ζηλωτης

ζηλωτης
    ζηλωτής
    -οῦ ὅ
    1) ревнитель, поклонник, ревностный последователь, приверженец, подражатель
    

(τῆς Λακεδαιμονίων παιδείας Plat.; τῆς ἀρετῆς Isocr.; Θουκυδίδου Luc.; τῆς πολιτείας τινος Plut.; καλῶν ἔργων NT.)

    2) зелот, ревностный последователь Моисеева закона NT.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ζηλωτης" в других словарях:

  • ζηλωτής — emulator masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζηλωτής — ο (AM ζηλωτής, Α δωρ. τ. ζαλωτής) [ζηλώ] 1. ο γεμάτος ζήλο, ο μιμητής, ο θαυμαστής («μιμητὴς καὶ ζηλωτὴς τῆς πατρῴας ἀρετῆς», Ισοκρ.) 2. ο αφοσιωμένος με ζήλο σε κάποια θρησκεία, ο θεοσεβής 3. πληθ. οι ζηλωτές ( αί) οι φανατικοί και μισαλλόδοξοι… …   Dictionary of Greek

  • ζηλωτής — ο 1. αυτός που αφοσιώνεται με ζήλο σε κάτι. 2. φανατικός θαυμαστής, ένθερμος θιασώτης: Ζηλωτής του Ομήρου. 3. αφοσιωμένος σε κάποιο θρήσκευμα: Ζηλωτής του Χριστού. 4. Ζηλωτές οπαδοί μιας θρησκευτικής και πολιτικής κίνησης στη Θεσσαλονίκη κατά το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζηλωτῆς — ζηλωτός enviable fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζηλωταῖς — ζηλωτής emulator masc dat pl ζηλωτός enviable fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζηλωταί — ζηλωτής emulator masc nom/voc pl ζηλωτός enviable fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζηλωτοῦ — ζηλωτής emulator masc gen sg ζηλωτός enviable masc/neut gen sg ζηλωτός enviable masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζηλωτῇ — ζηλωτής emulator masc dat sg (attic epic ionic) ζηλωτός enviable fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζηλωτήν — ζηλωτής emulator masc acc sg (attic epic ionic) ζηλωτός enviable fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζηλωτῶν — ζηλωτής emulator masc gen pl ζηλωτός enviable fem gen pl ζηλωτός enviable masc/neut gen pl ζηλωτός enviable masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζηλώτ' — ζηλωτά̱ , ζηλωτής emulator masc nom/voc/acc dual ζηλωτά , ζηλωτής emulator masc voc sg ζηλωτά , ζηλωτής emulator masc nom sg (epic) ζηλωταί , ζηλωτής emulator masc nom/voc pl ζηλωτά , ζηλωτός enviable neut nom/voc/acc pl ζηλωτά̱ , ζηλωτός… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»